- αφόρτωτος
- -η, -ο1. αυτός που δε βαστά φορτίο: Είχαν το μουλάρι αφόρτωτο.2. αυτός που δε φορτώθηκε για μεταφορά: Τα κιβώτια στέκονταν στην παραλία αφόρτωτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.