αφόρτωτος

αφόρτωτος
-η, -ο
1. αυτός που δε βαστά φορτίο: Είχαν το μουλάρι αφόρτωτο.
2. αυτός που δε φορτώθηκε για μεταφορά: Τα κιβώτια στέκονταν στην παραλία αφόρτωτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αφόρτωτος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι φορτωμένος, που δεν έχει φορτίο να μεταφέρει 2. (για πράγματα) αυτός που δεν φορτώθηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”